υπονόμευση

υπονόμευση
η, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υπονομεύω, διάνοιξη υπονόμου κάτω από το έδαφος, ιδίως για την τοποθέτηση εκρηκτικών υλών
2. μτφ. α) δόλια βλαπτική ενέργεια («η συστηματική υπονόμευση τής κυβερνητικής προσπάθειας από την αντιπολίτευση»)
β) δολιοφθορά, σαμποτάζ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπονομεύω. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπονόμευσις, μαρτυρείται από το 1881 στον Γ. Αντωνόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υπονόμευση — η 1. σκάψιμο του εδάφους με υπόνομο για ανατίναξη: Η υπονόμευση της γέφυρας. 2. μτφ., δόλια βλάβη, ύπουλη εξασθένιση: Η υπονόμευση του κυβερνητικού έργου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • αποδοκιμασία — Η έμπρακτη άρνηση συμμόρφωσης προς την απόφαση ενός ποινικού δικαστηρίου. Εκδηλώνεται είτε με δημόσια πρόσκληση σε συνεισφορά για την καταβολή της χρηματικής ποινής, της αποζημίωσης ή των δικαστικών εξόδων που έχουν επιβληθεί, είτε με τη… …   Dictionary of Greek

  • ναρκοθέτηση — η [ναρκοθετώ] 1. στρατ. τοποθέτηση στην ξηρά ή πόντιση στη θάλασσα ναρκών για ανατίναξη εχθρικών στόχων 2. μτφ. υπονόμευση ενέργειας ή προσπάθειας …   Dictionary of Greek

  • πέμπτος — η, ο / πέμπτος και κρητ. τ. πέντος και αρκαδικός τ. πέμποτος, ον, ΝΜΑ (ως τακτικό αριθμτ.) 1. αυτός που σε μια σειρά ή τάξη φέρει τον αριθμό πέντε, που βρίσκεται μετά τον τέταρτο και πριν από τον έκτο 2. το θηλ. ως ουσ. η Πέμπτη η πέμπτη ημέρα… …   Dictionary of Greek

  • σαμποτάζ — Ο όρος προέρχεται από τη γαλλική λέξη sabotage που έχει γίνει διεθνής και αποδίνεται στα ελληνικά με τον όρο «δολιοφθορά». Στην αρχή ο όρος σήμαινε την καταστροφή ή τη βλάβη που προξενούσαν οι απεργοί (εργάτες βιομηχανίας) για να εμποδίσουν τη… …   Dictionary of Greek

  • συνανασκάπτω — ΜΑ μσν. συμμετέχω στην υπονόμευση κάποιου αρχ. ανασκάπτω επίσης …   Dictionary of Greek

  • τορπιλ(λ)ισμός — ο, Ν [τορπιλ(λ)ίζω] 1. (στρ. ναυτ.) επίθεση και προσβολή εχθρικού στόχου με τορπίλες είτε κατά τη διάρκεια ναυμαχίας είτε αιφνιδιαστικά («ο τορπιλισμός τής Έλλης ») 2. μτφ. υπονόμευση, ματαίωση προσπάθειας ή έργου με ύπουλες ενέργειες …   Dictionary of Greek

  • υπονομή — ἡ, Α [ὑπονέμομαι] 1. υπόγεια δίοδος, υπόνομος 2. διάνοιξη υπονόμων 3. μτφ. δόλια, ύπουλη ενέργεια με σκοπό την πρόκληση βλάβης, υπονόμευση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”