υπονόμευση — η 1. σκάψιμο του εδάφους με υπόνομο για ανατίναξη: Η υπονόμευση της γέφυρας. 2. μτφ., δόλια βλάβη, ύπουλη εξασθένιση: Η υπονόμευση του κυβερνητικού έργου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
αποδοκιμασία — Η έμπρακτη άρνηση συμμόρφωσης προς την απόφαση ενός ποινικού δικαστηρίου. Εκδηλώνεται είτε με δημόσια πρόσκληση σε συνεισφορά για την καταβολή της χρηματικής ποινής, της αποζημίωσης ή των δικαστικών εξόδων που έχουν επιβληθεί, είτε με τη… … Dictionary of Greek
ναρκοθέτηση — η [ναρκοθετώ] 1. στρατ. τοποθέτηση στην ξηρά ή πόντιση στη θάλασσα ναρκών για ανατίναξη εχθρικών στόχων 2. μτφ. υπονόμευση ενέργειας ή προσπάθειας … Dictionary of Greek
πέμπτος — η, ο / πέμπτος και κρητ. τ. πέντος και αρκαδικός τ. πέμποτος, ον, ΝΜΑ (ως τακτικό αριθμτ.) 1. αυτός που σε μια σειρά ή τάξη φέρει τον αριθμό πέντε, που βρίσκεται μετά τον τέταρτο και πριν από τον έκτο 2. το θηλ. ως ουσ. η Πέμπτη η πέμπτη ημέρα… … Dictionary of Greek
σαμποτάζ — Ο όρος προέρχεται από τη γαλλική λέξη sabotage που έχει γίνει διεθνής και αποδίνεται στα ελληνικά με τον όρο «δολιοφθορά». Στην αρχή ο όρος σήμαινε την καταστροφή ή τη βλάβη που προξενούσαν οι απεργοί (εργάτες βιομηχανίας) για να εμποδίσουν τη… … Dictionary of Greek
συνανασκάπτω — ΜΑ μσν. συμμετέχω στην υπονόμευση κάποιου αρχ. ανασκάπτω επίσης … Dictionary of Greek
τορπιλ(λ)ισμός — ο, Ν [τορπιλ(λ)ίζω] 1. (στρ. ναυτ.) επίθεση και προσβολή εχθρικού στόχου με τορπίλες είτε κατά τη διάρκεια ναυμαχίας είτε αιφνιδιαστικά («ο τορπιλισμός τής Έλλης ») 2. μτφ. υπονόμευση, ματαίωση προσπάθειας ή έργου με ύπουλες ενέργειες … Dictionary of Greek
υπονομή — ἡ, Α [ὑπονέμομαι] 1. υπόγεια δίοδος, υπόνομος 2. διάνοιξη υπονόμων 3. μτφ. δόλια, ύπουλη ενέργεια με σκοπό την πρόκληση βλάβης, υπονόμευση … Dictionary of Greek